- μυόχρους
- μυόχρους, -ουν και -οος, -οον (Α)αυτός που έχει χρώμα ποντικού, τεφρόχρωμος, σταχτής, ποντικόχρωμος.[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντικός» + χρόος / χροῦς «χρώμα» (πρβλ. ροδό-χρους)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λευκομυόχρους — λευκομυόχρους, ουν και οος, οον και λευκομυόχρως, ωτος, ὁ, ἡ (Α) σταχτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + μυόχρους «σταχτής»] … Dictionary of Greek
μυς — Βλ. λ. μύες. * * * (I) ο (ΑΜ μῡς, υός, Α σπαν. και ως θηλ.) 1. ονομασία τρωκτικών θηλαστικών, ποντίκι, ποντικός (α. «μῡς ἀρουραῑος» ο ποντικός τών αγρών, ο αρουραίος β. «οἱ δὲ τῶν Περσών μάγοι τοὺς μῡς ἀπεκτίννυσαν», Πλούτ.) 2. ανατ. ο μυς τού… … Dictionary of Greek
μυόχρωμος — μυόχρωμος, ον (Α) μυόχρους*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός + χρωμος (< χρῶμα), πρβλ. ποικιλό χρωμος] … Dictionary of Greek